υβρίδωμα

υβρίδωμα
το, Ν
βιολ. τεχνητά δημιουργημένη σειρά υβριδικών κυττάρων, η οποία παράγει μονοκυκλικά αντισώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. hybridoma < hybrid- (πρβλ. υβρίδιο) + κατάλ. -oma (< -ωμα*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Κέλερ, Γκέοργκ — (Georges Köhler, Μόναχο, Γερμανία, 1946 – 1995). Γερμανός βιολόγος και ανοσολόγος. Σπούδασε βιολογία στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ. Το 1984 μοιράστηκε, μαζί με τους Νιλς Τζερν και Σέζαρ Μιλστάιν, το βραβείο Νόμπελ φυσιολογίας και ιατρικής για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”